Οι Οθωµανοί κατέλαβαν τον οικισµό της Αθήνας το 1456, αλλά το κάστρο της Ακρόπολης παραδόθηκε στους Τούρκους από το Φλωρεντινό δούκα των Αθηνών, Φραγκίσκο Β’ Ατζαϊόλι, τον Ιούνιο του 1458, αµαχητί. Η εκτίµηση των ιστορικών είναι ότι ο Οµάρ, διοικητής των οθωµανικών δυνάµεων, απέφυγε να επιτεθεί κατά µέτωπον, διότι γνώριζε το θαυµασµό του Μωάµεθ Β’ για τα λαµπρά µνηµεία της πόλης. Ο σουλτάνος έφτασε τον Αύγουστο του 1458 και παρέµεινε στην Αθήνα για τέσσερις µέρες. Ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Φραντζής αναφέρει ότι ο Μωάµεθ Β’ ήταν καλλιεργηµένος άνθρωπος, που γνώριζε ελληνικά, λατινικά, αραβικά, περσικά και χαλδαϊκά. Ενθουσιάστηκε µε τα κλασικά αριστουργήµατα της Ακρόπολης και παραχώρησε διοικητικά και φορολογικά προνόµια στους Αθηναίους. Η πόλη υπάγονταν στον αρχιευνούχο του σουλτανικού χαρεµιού, από τους πλουσιότερους Οθωµανούς αξιωµατούχους. Ο Μωάµεθ έδειξε ενδιαφέρον για τα ζητήµατα της ορθόδοξης εκκλησίας και επέτρεψε την απευθείας εκλογή του µητροπολίτη Αθηνών από τον Πατριάρχη. Υπάρχουν µάλιστα ενδείξεις ότι απέδωσε τον Παρθενώνα, ως εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, στους ορθοδόξους, τουλάχιστον µέχρι τον Πρώτο Ενετοτουρκικό Πόλεµο (1463- MVE1035 Το Φετιχέ Τζαµί στην Αθήνα. Υδατογραφία, 18 x 26 εκ., περί το 1834. Το Φετιχέ τζαµί, το πρώτο µουσουλµανικό τέµενος της Αθήνας, ανεγέρθηκε προς τιµήν της επίσκεψης του Μωάµεθ Β’ του Πορθητή, στην Αθήνα, το 1458. Χτίστηκε πάνω στα ερείπια χριστιανικής βασιλικής, οι αψίδες της οποίας διακρίνονται στα ανατολικά των θεµελίων του. Το Φετιχέ τζαµί βρισκόταν στο Σταροπάζαρο, όπου γινόταν το εµπόριο σιτηρών της πόλης. Αριστερά εικονίζονται οι εκκλησίες του Προφήτη Ηλία και των Ταξιαρχών. Στα δεξιά του τεµένους διακρίνεται, πιθανότατα, το µνηµείο του Κυρρήστου. Η υδατογραφία είναι ανώνυµη και χρονολογείται περί το 1834. MVE639 Γενική άποψη της Ακρόπολης από τα δυτικά. «Die Acropolis von der westseite». Χαλκογραφία, 39 x 53,5 εκ., περί το 1819. Έργο του Heinrich Hübsch (1795-1863). Στη διάρκεια των περιοδειών του στην Ελλάδα και την Ιταλία, από το 1817 ως το 1824, ο Γερµανός αρχιτέκτονας Heinrich Hübsch επισκέφτηκε την Αθήνα και σχεδίασε τα Προπύλαια από το λόφο της Πνύκας. Τα Προπύλαια προβάλλουν µε τις επάλξεις, τους πύργους και τα τείχη, δηµιουργώντας ένα επιβλητικό αµυντικό σύνολο. Εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης (Πόρτα του Κάστρου ή των Μνηµάτων ή του Καράµπαµπα) βρίσκονται οι προµαχώνες του Σερπεντζέ (προς τα νότια) και της Υπαπαντής (προς τα βόρεια), ενώ ο Φράγκικος Πύργος δεσπόζει στο κέντρο της εικόνας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το µουσουλµανικό 2 1479), οπότε µετατράπηκε σε τζαµί. Σε ανάµνηση της επίσκεψης του Μωάµεθ κτίστηκε, στο χώρο της Ρωµαϊκής Αγοράς, το Φετιχέ Τζαµί, ο πρωιµότερος µουσουλµανικός ιερός χώρος της Αθήνας. Η ανέγερση του τεµένους στο κεντρικότερο σηµείο της πόλης, στα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, υπογράµµιζε την πρόθεση των Οθωµανών να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην Αθήνα. Σε µία υδατογραφία αγνώστου καλλιτέχνη (mve 1035), από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, το τζαµί εικονίζεται ακόµα στην αρχική του µορφή. Ο κεντρικός τρούλος στηρίζεται σε τέσσερα τεταρτοσφαίρια, ενώ ο µιναρές υψώνεται δίπλα σε κυπαρίσσια και φοίνικες. Τα στοιχεία, που αφορούν στην ιστορία της πόλης κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, είναι σχετικά σπάνια. Εντούτοις µία γενική εικόνα προσφέρουν οι περιγραφές των περιηγητών, οι λίγες απεικονίσεις, που σώθηκαν, και τα µνηµεία, που διατηρήθηκαν. Μολονότι οι αφηγήσεις παρουσιάζουν ενίοτε αντιφάσεις, φαίνεται ότι η ευηµερία ή παρακµή της πόλης και των κατοίκων της είχαν συνάφεια µε τις πολιτικές εξελίξεις στο χώρο της αυτοκρατορίας και τις αποφάσεις των τοπικών αξιωµατούχων. Με την επικράτηση των Οθωµανών στον ελλαδικό χώρο, παρατηρήθηκε οικονοµική και πληθυσµιακή ανάκαµψη της Αθήνας. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η πόλη ήταν περιορισµένη εντός του υστερορρωµαϊκού τείχους. Μετά την κατάκτηση, σταδιακά η έκτασή της εξαπλασιάστηκε, µε την άφιξη χριστιανών και µουσουλµάνων κατοίκων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η µελισσοκοµία και η σηροτροφία αποτέλεσαν τη βάση της νεκροταφείο µπροστά από τα Προπύλαια, που το χρησιµοποιούσαν για τα µέλη της φρουράς του Κάστρου. Ο µαρκήσιος de Nointel, πρεσβευτής του Λουδοβίκου Ι∆’ στην Κωνσταντινούπολη, και η ακολουθία του µε φόντο την Αθήνα και την Ακρόπολη. Λάδι σε µουσαµά,260 x 520 εκ., 1674. Έργο του Jacques Carrey (1649-1726). Μόνιµο δάνειο του Musée des Beaux-arts de Chartres στο Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών. Ο ζωγράφος Jacques Carrey γεννήθηκε στην Τρουά (Troyes) της Γαλλίας. Επισκέφτηκε την Αθήνα το Νοέµβριο του 1674, ως µέλος της αντιπροσωπείας του µαρκησίου Charles Olier, marquis de Nointel, πρεσβευτή του Λουδοβίκου Ι∆’ στην Υψηλή Πύλη για να σχεδιάσει αρχαιότητες. Αποτύπωσε ένα µεγάλο τµήµα των γλυπτών του Παρθενώνα. Ο συγκεκριµένος πίνακας είναι η µεγαλύτερη σε µέγεθος ελαιογραφία σε µουσαµά για την Αθήνα. Απεικονίζει το µαρκήσιο de Nointel µε τη συνοδεία του, καθώς και αντιπροσωπευτικές φιγούρες της αθηναϊκής κοινωνίας. Ο Carrey φιλοτέχνησε την Αθήνα και τα περίχωρά της µέχρι τον Πειραιά, καθώς και τη Σαλαµίνα, από τη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού. Η σηµασία του έργου έγκειται στην απεικόνιση του Παρθενώνα σχεδόν άθικτου, µόλις δεκατρία χρόνια πριν την καταστροφή του από τον βοµβαρδισµό του Μοροζίνι το 1687. MVE1257 Η Πόλη της Αθήνας. «Citta di Atene». Χαλκογραφία, 13 x 17 εκ., 1708, Βενετία. Έργο του Vincenzo Maria Coronelli (1650-1718). Ο Φραγκισκανός µοναχός Vincenzo Coronelli, κοσµογράφος, χαρτογράφος και εκδότης, δηµιούργησε σειρά από χαρακτικά µε απεικονίσεις συµβάντων των πρώτων χρόνων του Έκτου Ενετοτουρκικού Πολέµου (1684-1687). Αυτή η χαλκογραφία προέρχεται από το βιβλίο Morea, Negroponte & adiacenze, που εκδόθηκε στη Βενετία το 1708. O Coronelli δίνει έµφαση στις οχυρώσεις της πόλης και του Κάστρου, όπου δεσπόζει ο Παρθενώνας ως τζαµί. ∆ιάσπαρτες 3 οικονοµίας και στήριζαν το αρκετά ανθηρό εµπόριο, όπως τουλάχιστον αναφέρει ο Γερµανός φαρµακοποιός Reinhold Lubenau, που µας παρέχει πληροφορίες για τον ελλιµενισµό στον Πειραιά γαλλικών και ιταλικών πλοίων το 1589. Την εποχή αυτή οι λόφοι και τα βουνά ήταν κατάφυτα µε ελιές, λεµονιές και ροδιές, ενώ περιγράφει το αττικό κερί ως προϊόν εξαιρετικής ποιότητας. Η Ακρόπολη, καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χρησιµοποιήθηκε αποκλειστικά ως φρούριο. Οι ελεύθεροι χώροι στο πλάτωµα καταλήφθηκαν σχεδόν πλήρως από τα σπίτια των αντρών της φρουράς. Τα Προπύλαια αποτέλεσαν την οικία του Οθωµανού φρουράρχου, ενώ ο Παρθενώνας έγινε τζαµί. Η πρόσβαση στην Ακρόπολη ήταν σχεδόν αδύνατη για χριστιανούς και ξένους. Εντούτοις, ο Παρθενώνας εξακολουθούσε να µαγνητίζει τους επισκέπτες, έστω και από µακριά, όπως τον Tavernier, του οποίου προκάλεσε το θαυµασµό το 1664 ως «ένας ωραιότατος, πελώριος, ολοµάρµαρος ναός». Tην περίοδο αυτή, ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα, Jean Giraud, κατέγραψε πάνω από δύο χιλιάδες οικίες, από τις οποίες 1300 ανήκαν σε Έλληνες, 600 σε Τούρκους και οι υπόλοιπες σε Αρβανίτες. Ο Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής Εβλιά Τσελεµπί, που επισκέφτηκε την Αθήνα το 1667, την περιέγραψε ως «πόλη ανθηρή [όπου] βρίσκονται όλα τα θαυµαστά και αξιοπερίεργα πράγµατα του κόσµου και πλήθος έργων τέχνης». Αναφέρει την ύπαρξη τεσσάρων τζαµιών, µε σπουδαιότερο τον Παρθενώνα. Περιγράφει µικρό τζαµί µπροστά από την πύλη του Κάστρου, εντός µουσουλµανικού νεκροταφείου. Το 1819 το κοιµητήριο εξακολουθούσε να καταλαµβάνει το αρχαιότητες, όπως οι Στύλοι του Ολυµπίου ∆ιός, ανακαλούν το λαµπρό παρελθόν της Αθήνας. Το έργο φέρει αφιέρωση στον Pietro Foscarini. MVE277 Το Κάστρο της Ακρόπολης από τα Ν∆. «View of the Acropolis of Athens from the South West». Χαλκογραφία ακουατίντα, 43 x 53 εκ., 1805, Λονδίνο. Έργο του William Walker (1780-1868). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Ακρόπολη αποτελούσε το Κάστρο της Αθήνας, χώρο άµυνας και διαµονής για τους άντρες της φρουράς. Η οχύρωση είχε ενισχυθεί στη διάρκεια των αιώνων µε προµαχώνες και τείχη. Στη νότια πλευρά του Κάστρου είχε ανεγερθεί ο προµαχώνας του Σερπεντζέ, ο οποίος ξεκινούσε από τα Προπύλαια, µε κατεύθυνση προς τα νότια, και, αφού ενσωµάτωνε το επιχωµατωµένο Ηρώδειο και τη Στοά του Ευµένους, κατέληγε στην περιοχή του ∆ιονυσιακού Θεάτρου. Ο Φράγκικος Πύργος προστάτευε τα Προπύλαια. Στην εικόνα το πλάτωµα της Ακρόπολης παραµένει καλυµµένο µε οικίες, ενώ διακρίνεται και το µικρό τζαµί στο σηκό του Παρθενώνα. Το τοπίο είναι άνυδρο και ξηρό. Οι διάσπαρτες ανθρώπινες µορφές, µε ανατολίτικες ενδυµασίες, στέκονται κοντά στις υπώρειες του βράχου της Ακρόπολης και στο λόφο του Φιλοπάππου. Στο βάθος βρίσκεται ο Λυκαβηττός. MVE47 Ο Παρθενώνας µε το τζαµί στο σηκό. Υδατογραφία, 32 x 47 εκ. Η ανατίναξη του Παρθενώνα το 1687, κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού Πολέµου, προκάλεσε σοβαρές φθορές στο µνηµείο και κατέστρεψε ολοσχερώς το τζαµί, που βρισκόταν στο σηκό του από τις πρώτες δεκαετίες της οθωµανικής κατάκτησης της Αθήνας. Στη θέση του ανεγέρθηκε ένα µικρότερο µουσουλµανικό τέµενος χωρίς µιναρέ. Αυτό το τζαµί κατεδαφίστηκε το 1844. Σε αυτή την υδατογραφία, άγνωστου καλλιτέχνη και 4 συγκεκριµένο χώρο, όπως γίνεται σαφές στην εικόνα του Γερµανού αρχιτέκτονα Heinrich Hübsch (mve 639). Τρία ακόµα τζαµιά υπήρχαν στην πόλη, µαζί µε λουτρά, ιεροδιδασκαλεία, τεκέδες, ξενώνες και προσευχητάρια. Υπήρχε εκτεταµένο δίκτυο ύδρευσης µε πολυάριθµες κρήνες, που συνδέθηκαν µε το υδραγωγείο του Αδριανού. Η ελαιογραφία του Jacques Carrey, που φιλοξενείται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυµα Βούρου-Ευταξία, συνοψίζει την εξέλιξη της Αθήνας κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο Γάλλος ζωγράφος επισκέφτηκε την Αθήνα το Νοέµβριο του 1674, ως µέλος αποστολής µε επικεφαλής τον Charles Olier, µαρκήσιο de Nointel, πρεσβευτή του Λουδοβίκου Ι∆’, για να σχεδιάσει αρχαιότητες. Αποτύπωσε ένα µεγάλο τµήµα των γλυπτών του Παρθενώνα και συγχρόνως φιλοτέχνησε τη µεγαλύτερη σε µέγεθος ελαιογραφία για την Αθήνα. Ο Carrey απεικονίζει ένα πανόραµα της πόλης και της τοπικής κοινωνίας, ζωγραφίζοντας την πυκνοδοµηµένη Αθήνα από τις πλαγιές του Λυκαβηττού. Τα αρχαία και µεσαιωνικά µνηµεία, οι εκκλησίες, τα τζαµιά και οι οικίες, απλώνονται στα βόρεια της Ακρόπολης, στο χώρο, που ορίζεται µε περίβολο, σχηµατισµένο από τις µάντρες των σπιτιών και τα λείψανα του αρχαίου τείχους. Στον πίνακα εικονίζονται οι Ευρωπαίοι επισκέπτες συνοδευόµενοι από Οθωµανούς αξιωµατούχους και στρατιώτες. Γυναίκες µε παραδοσιακές µουσουλµανικές ενδυµασίες και καπουτσίνοι µοναχοί, απλοί εργάτες, νάνοι και παιδιά δηµιουργούν ένα µωσαϊκό σε ένα καταπράσινο τοπίο. Η Ακρόπολη, σχεδόν άθικτη, παραµένει κάστρο και χώρος κατοικίας, µε τον µιναρέ του Παρθενώνα να υψώνεται πάνω από την πόλη σαν µία συνεχής υπενθύµιση της δύναµης και χρονολογίας, εικονίζεται η νότια πλευρά του τζαµιού. Ο Παρθενώνας, σε αντίθεση µε το τζαµί, που φαίνεται φροντισµένο, εµφανίζει εικόνα εγκατάλειψης, µε χόρτα στους αρµούς των τοίχων, των επιστυλίων και του κρηπιδώµατος. Σε κάποια απόσταση διακρίνονται τα τείχη και τα κτήρια της οθωµανικής φρουράς. Σε πρώτο πλάνο συζητούν δύο άντρες µε ανατολίτικες ενδυµασίες, ενώ δύο Ευρωπαίοι περπατούν ανάµεσα στους κίονες της ανατολικής πλευράς του Παρθενώνα. Καθότι οι µετόπες βρίσκονται ακόµα στη θέση τους, είναι πολύ πιθανόν η υδατογραφία να χρονολογείται πριν την αρπαγή των Μαρµάρων από τον Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα. MVE637 Γενική άποψη της Αθήνας από τα Β∆. «Westliche Ansicht von Athen». Χαλκογραφία επιχρωµατισµένη, 41 x 55 εκ., περί το 1819. Έργο του Heinrich Hübsch (1795-1863). Ο Γερµανός αρχιτέκτονας Heinrich Hübsch επισκέφτηκε την Αθήνα στο πλαίσιο της περιοδείας του στην Ελλάδα και την Ιταλία από το 1817 ως το 1824. Η πόλη έχει έντονο οθωµανικό χαρακτήρα, µε το τείχος του Χασεκή, τους µιναρέδες να ξεχωρίζουν πάνω από τα υπόλοιπα κτήρια, και τις γυναίκες µε τις παραδοσιακές ενδυµασίες σε πρώτο πλάνο. Το τοπίο είναι άδενδρο και ο Υµηττός υψώνεται στον ορίζοντα. MVE31 Το Υδραγωγείο του Αδριανού στην Αθήνα. Υδατογραφία, 46 x 65 εκ., δ’ τέταρτο 18ου αιώνα. Έργο του Louis-François Cassas (1756- 1827). Ο Cassas ταξίδεψε εκτεταµένα στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο τη δεκαετία του 1780, κυρίως ως µέλος της συνοδείας του Γάλλου πρέσβη στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, κόµη ChoiseulGouffier. Είναι πιθανόν η συγκεκριµένη υδατογραφία να δηµιουργήθηκε αυτή την περίοδο. Εικονίζονται τα ερείπια του υδραγωγείου του Αδριανού, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Τµήµα του ενεπίγραφου επιστυλίου, που βρίσκεται σήµερα στον Εθνικό Κήπο, στέκεται πάνω σε δύο 5 ευηµερίας της αυτοκρατορίας. ∆εκατρία χρόνια αργότερα όµως, η Αθήνα δοκιµάστηκε σκληρά από τα γεγονότα του ενετοτουρκικού πολέµου, µε καταστροφικές συνέπειες για τα σπουδαιότερα µνηµεία της πόλης και τους κατοίκους.
ΠΗΓΗ....... http://www.athenscitymuseum.gr/files/1/arthra/othomaniki_athina/othomaniki_athina.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου